- μπαλαουρτζής
- ο мор. шкипер
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπαλαουρτζής — ο ναύτης που είναι υπεύθυνος για το μπαλαούρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπαλαούρο + κατάλ. τζής (πρβλ. κουλουρ τζής, πατωμα τζής)] … Dictionary of Greek